μουρμουρίζω

μουρμουρίζω
(Μ μουρμουρίζω)
1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω
2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω
νεοελλ.
1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή
2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.)
μσν.
φρ. «μουρμουρίζω το γουί» — θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορμυρίζω με κώφωση τού -ο- σε -- και αφομοιωτική τροπή τού -υ- σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μουρμουρίζω — μουρμουρίζω, μουρμούρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. μουρμουράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουρμουρίζω — μουρμούρισα 1. μιλώ μέσ από τα δόντια μου, μιλώ χαμηλόφωνα: Κάτι μουρμούρισε φεύγοντας, αλλά δεν το κατάλαβα. 2. γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι: Ο πατέρας μου μουρμουρίζει επειδή ξενυχτώ. 3. κελαρύζω: Το ρυάκι μουρμούριζε καθώς κυλούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρμουράω — μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μουρμουρίζω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε άω] …   Dictionary of Greek

  • μορμύρω — (ΑΜ μορμύρω) (για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. μσν. (γενικά) μουρμουρίζω αρχ. (για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μούρμουρος — ο μουρμούρα, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμυρος με κώφωση τού ο σε ου και αφομοιωτική τροπή του υ σε ου (πρβλ. μουρμουρίζω). Κατ άλλους, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. μουρμουρίζω / μουρμουρώ ή υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • επιμορμύρω — ἐπιμορμύρω (AM) κελαρύζω, μουρμουρίζω («ἐπεμόρμυρε τῶν πειρασμῶν τὸ κῡμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορμύρω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επιμύζω — ἐπιμύζω (Α) μουρμουρίζω, στενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

  • περιμορμύρω — Μ (για τη θάλασσα) μουρμουρίζω, παφλάζω ολόγυρα («περιμορμύρουσα ἅλμη», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μορμύρω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”